- αγκομαχητό
- το [αγκομαχώ]βλ. αγκομάχημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκομάχημα — και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ] 1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα 3. αναστεναγμός … Dictionary of Greek
αγκομαχώ — ( άω) 1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω 2. ψυχομαχώ 3. αναστενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + παραγ. κατάληξη μαχώ. ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό] … Dictionary of Greek
κοντανάσασμα — το [κοντανασαίνω] συχνές και κοφτές αναπνοές, πνευστίαση, λαχάνιασμα, αγκομαχητό … Dictionary of Greek
λαχάνιασμα — το [λαχανιάζω] κοντανάσασμα, γρήγορη αναπνοή, αγκομαχητό … Dictionary of Greek
λαχανιασμός — λαχανιασμός, ὁ (Μ) [λαχανιάζω] λαχάνιασμα, αγκομαχητό … Dictionary of Greek
ξεφύσημα — το [ξεφυσώ] 1. ορμητική έξοδος αέρα από το στόμα ή από το στόμιο ενός αντικειμένου («το ξεφύσημα τής ατμομηχανής») 2. δυσκολία στην αναπνοή μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχητό, λαχάνιασμα 3. βαθύς αναστεναγμός 4. (κατ ευφημ.) πορδή … Dictionary of Greek
πνευστίαση — η, Ν δυσκολία στην αναπνοή, λαχάνιασμα, αγκομαχητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευστιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πνευστίασις, μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ] … Dictionary of Greek
αγκομάχημα — το, ατος και αγκομαχητό, το βαρύς ανασασμός, λαχάνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντανάσασμα — το, ατος λαχάνιασμα, αγκομαχητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)